- κοσμητεύω
- (Α) κοσμητεύω [κοσμητής]νεοελλ.είμαι κοσμήτοραςαρχ.είμαι ηγήτορας, διοικώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κοσμητεύοντος — κοσμητεύω hold office of pres part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκοσμήτευε — κοσμητεύω hold office of imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοσμητεία — η (Α κοσμητεία) [κοσμητεύω] νεοελλ. το αξίωμα ή η χρονική διάρκεια τής αρχής τού κοσμήτορα αρχ. το αξίωμα τού κοσμητή … Dictionary of Greek
κοσμητώ — κοσμητῶ, έω (Α) [κοσμητής] κοσμητεύω* … Dictionary of Greek
προκοσμητεύω — Α είμαι αντικαταστάτης κοσμητή, εκτελώ καθήκοντα κοσμητή. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κοσμητεύω (< κοσμητής)] … Dictionary of Greek